μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
σεροτονινεργικός — ή, ό, Ν (βιολ. βιοχ.) (σχετικά με νευρώνες) αυτός τού οποίου νευροδιαβιβαστής είναι η σεροτονίνη … Dictionary of Greek
υδροξυτριπταμίνη — η, Ν (βιοχ.) η σεροτονίνη … Dictionary of Greek
αγγειοσυστολή — Η ελάττωση της διαμέτρου των αγγείων. Ο όρος –όπως και o όρος αγγειοδιαστολή– χρησιμοποιείται βασικά για να δηλώσει τη συστολή και τη διαστολή των αγγείων αντίστασης (αρτηρίδια). Οι παράγοντες που προκαλούν α. είναι: η αυξημένη αδρενεργική… … Dictionary of Greek
αιμοπετάλια — Μικρά απύρηνα κύτταρα, άχρωμα, στρογγυλά ή με σχήμα αμφίκυρτου δίσκου ή ατράκτου. Ο αριθμός τους είναι 250.000/mm3 αίματος ενώ η διάμετρός τους φτάνει έως τα 3 μικρά. Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο φαίνεται ότι αποτελούνται από δύο τμήματα: το… … Dictionary of Greek
καρκινοειδές σύνδρομο — Σπάνια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από κρίσεις εξάψεων του προσώπου, διάρροιας και δύσπνοιας. Προκαλείται από έναν όγκο στον πνεύμονα ή στο έντερο, που ονομάζεται καρκινοειδές. Ο όγκος εκκρίνει σε μεγάλες ποσότητες την ουσία σεροτονίνη, η οποία… … Dictionary of Greek
μαστοκύτταρα ή σιτευτικά κύτταρα — Κύτταρα του χαλαρού συνδετικού ιστού, ο ρόλος των οποίων είναι ιδιαίτερα σημαντικός στις ανοσολογικές αποκρίσεις του οργανισμού. Περιέχουν διάφορες χημικές ενώσεις, όπως η ηπαρίνη, η οποία παρεμποδίζει την πήξη του αίματος στα αιμοφόρα αγγεία, η… … Dictionary of Greek